30 Απρ 2008

Της φωνής σου ο αχός

Πήγε της φωνής σου ο αχός
μέσ' τα σοκάκια του μυαλού
μια μέρα ακόμα είμαι μοναχός
και συ να τριγυρνάς αλλού

πόντο τον πόντο έσκαψες
μεσ' τα γκρεμνά του νου
στην καρδιά μου έγραψες
τα μυστικά του ουρανού

φύλαξες το φως κι αλλού
με σκιά έφτιαξες γιορντάνια
οι σκέψεις μου σαν κουρελού
να ταξιδεύουν στα ταβάνια

Πήγε της φωνής σου ο αχός
μέσ' τα σοκάκια του μυαλού
μια νύχτα ακόμα είμαι μοναχός
και συ να ξαγρυπνάς αλλού

2 Απρ 2008

Χάρης

Άλλη μια χειμωνιάτικη μέρα τελείωνε. Ο Χάρης άνοιξε το μοναδικό παράθυρο του σπιτιού που ήταν στην κρεβατοκάμαρα και κοίταξε ψηλά στον ουρανό. Λίγα μαύρα σύννεφα τρέχανε εκεί, σχηματίζοντας περίεργες μορφές και σχήματα. Γύρισε τα μάτια του προς την πόλη που απλωνόταν κάτω προς τη θάλασσα. Εκεί η κατάσταση ήταν χειρότερη, διάσπαρτη η θάλασσα με άσπρα προβατάκια που αν συνέχιζε να φυσά, θα γίνονταν σα βουβάλια. Έχασε κάθε διάθεση να κατέβει στο χωριό, το χειμωνιάτικο τοπίο κάθε άλλο παρά ελκυστικό ήταν. Έκλεισε το παράθυρο βιαστικά και ξαναγύρισε στη ζέστη του κρεβατιού του. Η σύντομη αυτή επαφή του με την κρύα ατμόσφαιρα τον έκανε να μη θέλει να το αποχωριστεί. Έψαξε ένα γύρω να βρει το τηλεχειριστήριο, αλλά με την ακαταστασία της προηγούμενης βραδιάς, ήταν κάπως δύσκολο. Σήκωσε μερικά περιοδικά με το ένα χέρι, που είχε βγάλει από τα σκεπάσματα, αλλά μάταια. Έμεινε ξαπλωμένος ανάσκελα να κοιτά το ταβάνι, προσπαθώντας να ερμηνεύσει τα διάφορα παραμορφωμένα σχήματα που έφτιαχνε η σκιά, από το φως της λάμπας. Το τηλέφωνο τον έβγαλε από τις σκέψεις του και μ' ένα ύφος ενοχλημένο έψαξε να το βρει. Μετά το πέμπτο κουδούνισμα, το βρήκε κάτω από μερικά ρούχα του.

  • Μπρος είπε με βραχνή φωνή από τον ύπνο.

  • Ρε βλαξ κοιμάσαι, άκουσε τη φωνή του φίλου του, σε λίγο νυχτώνει και είσαι ακόμα ξάπλα;

  • Γιατί ρε συ πού θα βρω καλύτερα από το κρεβάτι μου;

  • Ετοιμάσου και κατέβα σε περιμένουμε στου Στέλιου.

  • Ποιοι είσαστε εκεί;

  • Ρε άσε την ανάκριση και ξεκούνα, σε περιμένουμε.

  • Καλά θα το σκεφτώ...

Άφησε το ακουστικό να πέσει πάνω στο τηλέφωνο βιαστικά λες και θα τον έκαιγε και ξανάβαλε το χέρι μέσα στα σκεπάσματα. Τι να φορέσω, σκέφτηκε. Έφερε στο μυαλό του την ακατάστατη εργένικη ντουλάπα του και απογοητεύτηκε με το αποτέλεσμα. Στο πλάι της ντουλάπας, μαζί με κάποια κρεμασμένα πουκάμισα στην κρεμάστρα, είδε το παλιό του τζιν, πολυφορεμένο αλλά καθαρό. Κάτι θα πρέπει να κάνω γι’ αυτήν την κατάσταση σκέφτηκε. Αύριο θα ξεκινήσω να μαζεύω τα ρούχα, είπε με το σταθερό κλισέ του εργένη, "αύριο", σκέφτηκε.

Ντύθηκε καλά για να αντιμετωπίσει τον άσχημο καιρό που είχε έξω και κατηφόρισε προς το μαγαζί του Στέλιου. Δεν πέρασε πολλή ώρα από το τηλεφώνημα και έφτασε στο καφενείο. Βρήκε την παρέα του να κάθεται στο βάθος, γύρω από δυο μαρμάρινα τραπεζάκια. Πάνω τους ο πρώτος γύρος με μεζέ, είχε κιόλας εγκατασταθεί.

  • Ένα καθαρό”, φώναξε ο Μητσάρας στον Στέλιο τον καφετζή.

  • Έφτασεεε του απάντησε αυτός μιμούμενος το Χατζηχρήστο.

Η παρέα είχε κέφι, καλά έκανα και ήρθα σκέφτηκε ο Χάρης. Κοίταξε τα γνώριμα πρόσωπά τους λες και δεν τους είχε ξαναδεί, σαν να έψαχνε κάτι καινούριο πάνω τους. Τίποτε δεν είχε αλλάξει από χθες το απόγευμα, τίποτε. Η Ντένια, η Γωγώ κι ο Τάσος και ο Μητσάρας φυσικά, ήταν όλοι εκεί σε πλήρη απαρτία η παρέα. Ο Χάρης όπως πάντα σόλο, μη χαλάσει το γούρι βέβαια και βρει γυναίκα.....

Το υπόλοιπο μπορείτε να το βρείτε στο Logokipos.gr