31 Δεκ 2010

Του ΠΕΡΙΚΛΗ ΚΟΡΟΒΕΣΗ

Η πληροφορία προερχόταν από τα «ΝΕΑ». Εχουν από τότε περάσει κάποια χρόνια. Με είχε τόσο πολύ εντυπωσιάσει, που αρχειοθέτησα το απόκομμα και το χρησιμοποίησα για ένα σημείωμά μου την ίδια εποχή. Ποια ήταν η πληροφορία;
Στην Ελλάδα κάθε χρόνο πεθαίνουν 5.700 άνθρωποι από την έλλειψη θέρμανσης. Εψαχνα να βρω αυτό το απόκομμα και δεν μπορούσα να το βρω. Και ευτυχώς ο καλός φίλος και συνάδελφος Γιάννης Τριάντης μού έκανε από τη σελίδα του δώρο το στοιχείο που έψαχνα. Η μελέτη που μας δίνει αυτόν τον αριθμό είχε δημοσιευτεί στο επιστημονικό περιοδικό «Journal of Epidemiology and Commounity Health» και από ό,τι ξέρω κανείς επίσημος φορέας δεν τον διέψευσε.
Δεδομένης της παλαιότητας αυτής της έρευνας και της αύξησης του πληθυσμού της Ελλάδας λόγω μετανάστευσης, ο αριθμός των θανάτων από την έλλειψη θέρμανσης θα είναι πολύ μεγαλύτερος.
Στην ουσία πρόκειται για ένα προμελετημένο μαζικό έγκλημα. Στις οικογένειες που δεν έχουν την οικονομική δυνατότητα να θερμάνουν τα σπίτια τους, θα έπρεπε να παρείχαν δωρεάν πετρέλαιο. Ενα πολιτισμένο κράτος δεν σκοτώνει τους φτωχούς του. Τους δίνει τη δυνατότητα να ζήσουν με αξιοπρέπεια. Αλλά αυτά βέβαια δεν ισχύουν στην Ελλάδα. Υπολογίζεται πως θα διπλασιαστεί η τιμή του πετρελαίου θέρμανσης. Και αυτό σημαίνει πως ίσως θα διπλασιαστούν και οι θάνατοι. Και επειδή ο φτωχός ποτέ δεν γίνεται είδηση, ίσως να μη μάθουμε ποτέ τίποτα. Εκτός αν πεθάνει κάποιος που ξέρουμε. Αλλά τον ακριβή αριθμό ίσως τον μάθουμε από την επόμενη μελέτη του καλού αυτού περιοδικού. Μέχρι τότε όμως σιωπή.
Ποια λύση θα μπορούσε να βρεθεί; Να πάρουμε πετρέλαιο από τον Τσάβες; Ας υποθέσουμε πως θα το έδινε. Εχει κάνει τέτοιες προσφορές παλιότερα για δωρεάν πετρέλαιο για τους φτωχούς. Θα δέχονταν να το μεταφέρουν δωρεάν οι Ελληνες εφοπλιστές; Δεν μου φαίνεται ρεαλιστικό. Πιο πραγματοποιήσιμη μου φαίνεται η πρόταση του Στάθη Στασινού από την «Αυγή» (5.9.10). Οι Στασινός κάνει την εξής πολύ ενδιαφέρουσα σκέψη. Υπολογίζει το σύνολο των ευρώ που δόθηκαν υπέρ του τραπεζικού τομέα σε 72 δισ. ευρώ (σε ρευστό και εγγυήσεις). Αν τα χρήματα αυτά πήγαιναν στη ΔΕΗ με στόχο να βάλει παντού φωτοβολταϊκά, θα είχαμε εγκατεστημένη ισχύ ίση με 30.000 MW. Η υψηλότερη ζήτηση που καταγράφει η ΔΕΗ τις μέρες του καύσωνα δεν ξεπερνάει τις 11.000 MW. Το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο, όπως και ο λιγνίτης, θα μας ήταν άχρηστα. Θα μπορούσαμε να πουλούσαμε το περισσευούμενο ρεύμα σε κάποια άλλη διπλανή χώρα. Δεν μπορώ να ελέγξω την ακρίβεια των στοιχείων του, αλλά σαν προβληματισμός είναι σωστός. Πάντα υπάρχει και μια άλλη λύση, με την προϋπόθεση πως το κράτος θα ενδιαφέρεται για το κοινό καλό. Αλλά αυτό μοιάζει ουτοπία. Πρέπει κάποτε να καταλάβουμε πως το ελληνικό κράτος δεν είναι δικό μας, αλλά υπηρεσία των κερδοσκόπων χωρίς πατρίδα.
Και μια που μιλάμε για εναλλακτικές λύσεις. Να δεχτώ ένα επιχείρημα του νεοφιλελευθερισμού. Το κράτος δεν μπορεί να είναι και επιχειρηματίας. Μας χρειάζεται λιγότερο κράτος. Εγώ να υπερθεματίσω. Δεν μας χρειάζεται καθόλου κράτος. Υπάρχουν και άλλες μορφές κοινωνικής οργάνωσης (σε αυτό θα επανέλθουμε). Αλλά ας ξαναγυρίσουμε στη λογική του λιγότερου κράτους. Γιατί τη δημόσια κοινή περιουσία μας δεν την πουλάει το κράτος στους ίδιους τους εργαζομένους; Δεν θα μπορούσε να είχε δοθεί η Ολυμπιακή στους ανθρώπους της; Οι ίδιοι τη λειτουργούσαν και πριν ως υπάλληλοι, δεν θα μπορούσαν να τη λειτουργήσουν καλύτερα ως αφεντικά; Το ίδιο ισχύει και για τη ΔΕΗ και για τον ΟΣΕ και τις άλλες ΔΕΚΟ. Ιδιωτικοποίηση θα γινόταν και εδώ, με τη διαφορά πως η ιδιωτικοποίηση θα είχε συλλογικό ιδιοκτήτη. Τους εργαζομένους.
Ολα αυτά μοιάζουν λογικά για μας τους καθημερινούς ανθρώπους, αλλά δεν είναι λογικά για την εξουσία και το κεφάλαιο. Και ας κάνουμε μια παράτολμη υπόθεση. Το κράτος υποχωρεί και δίνει π.χ. τον ΟΣΕ στους εργαζομένους. Θα το δέχονταν οι εργαζόμενοι ή θα προτιμούσαν να παραμείνουν δημόσιοι υπάλληλοι; Και όλοι ξέρουμε πως η σιγουριά της ασημαντότητας είναι πιο ελκυστική από την επιθυμία της ελευθερίας που έχει παρέα απρόβλεπτους κινδύνους.
(O Περικλής Κοροβέσης είναι δημοσιογράφος, συγγραφέας και τέως βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ)

30 Δεκ 2010

Στις συνθήκες της σύγχρονης κρίσης λείπει µια ηγεσία που να εµπνέει εµπιστοσύνη και ένα σχέδιο που να δίνει ελπίδα στους απελπισµένους

Γνώμη Μικρό µάθηµα Ιστορίας

Του ΠΑΥΛΟΥ ΤΣΙΜΑ

ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ: 30 Δεκεμβρίου 2010
Μικρό, πολυσυζητηµένο, αλλά κατά κάποιο τρόπο πολύ επίκαιρο, ιστορικό κουίζ:

Αν το µεγάλο κραχ της Γουώλ Στριτ, το 1929, δεν είχε πυροδοτήσει µια διεθνή οικονοµική κρίση και δεν είχε βυθίσει τον κόσµο (τη Γερµανία προπάντων) σε σκοτεινή ύφεση, θα είχε ανέβει ποτέ ο Χίτλερ στην εξουσία;

Οι δάσκαλοι µας έµαθαν να µη θέτουµε ποτέ υποθετικές ερωτήσεις στην Ιστορία, αλλά εδώ την απάντηση τη δίνουν οι αριθµοί. Οσο η Γερµανία απολάµβανε ραγδαίους ρυθµούς ανάπτυξης χάρη στον υπερδανεισµό της, το Εθνικοσοσιαλιστικό Κόµµα ήταν µια γραφική γελοιότητα στο περιθώριο της πολιτικής ζωής. Στις εκλογές του 1928 συγκέντρωσε κάτι λιγότερο από 3%. Μα καθώς ηδιεθνής κρίση απέκοπτε τη Γερµανία από τα κανάλια δανεισµού και την οδηγούσε σε µια κρίση χρέους που νέκρωσε την οικονοµική δραστηριότητα στη χώρα, οι ναζιστές έγιναν υπολογίσιµη δύναµη. Μόλις 2 χρόνια αργότερα, το 1930, µε τους ανέργους να ξεπερνούν τα 3 εκατ., οι εθνικοσοσιαλιστές πήραν 18%.

Και σε άλλα 2 χρόνια, το 1932, µε τη γερµανική οικονοµία νεκρή και τους επίσηµα καταγεγραµµένους ανέργους να ξεπερνούν τα 6 εκατ., ο Χίτλερ πήρε στις εκλογές 37%! Η συνέχεια είναι γνωστή. Ο Χίτλερ ανέβηκε στην εξουσία, οι εκλογές καταργήθηκαν και τη γερµανική οικονοµία ανέλαβε να αναθερµάνει η πολεµική µηχανή… Στις ΗΠΑ, από όπου είχε ξεκινήσει η κρίση (όπως, άλλωστε, και τώρα), η κατάσταση δεν ήταν καλύτερη. Στα τέλη του 1932, η Αµερική µετρούσε επισήµως 16 εκατ. ανέργους. Στην πραγµατικότητα, περίπου ένας στους δύο εργαζοµένους ήταν, πλήρως ή µερικώς, εκτός οικονοµικής ζωής. Οι τράπεζες στις περισσότερες Πολιτείες είχαν διακόψει τη λειτουργία τους, οι καταθέσεις είχαν κάνει φτερά, οι άνθρωποι έκρυβαν στο µαξιλάρι τις οικονοµίες τους και τις φρουρούσαν µε το όπλο στο χέρι. Ταραχές ξεσπούσαν παντού. Και τις παραµονές της ορκωµοσίας του, το 1933, ο νέος πρόεδρος Ρούζβελτ (όπως αργότερα αποκαλύφθηκε) δεχόταν εισηγήσεις να αναλάβει έκτακτες, δικτατορικές εξουσίες. Γιατί λοιπόν, ενώ οι συνθήκες ήταν ίδιες, η πολιτική έκβαση  ήταν εντελώς διαφορετική; Γιατί τις ίδιες ηµέρες που ο φόβος κατακτούσε τη Γερµανία, στην Ουάσιγκτον ο νέος πρόεδρος διακήρυσσε πως «το µόνο που έχουµε να φοβηθούµε είναι ο φόβος»; ∆εύτερο ιστορικό κουίζ. Το οποίο δεν έχει ούτε τόσο εύκολη ούτε τόσο µονοσήµαντη  απάντηση. Υποθέτω όµως ότι η εξήγηση της διαφοράς ήταν κυρίως θέµα ηγεσίας.

Και ακόµη περισσότερο θέµα ιδεών, πολιτικού σχεδίου.

Στη µεν Γερµανία, όσο η κρίση βάθαινε η πολιτική τάξη παράδερνε αδύναµη, απαξιωµένη, φθαρµένη, χαµένη στις πολιτικάντικες ασχολίες της ή στις δογµατικές εµµονές της. Το κενό κάλυψε ο µελανοχίτων όχλος που κραύγαζε «να καεί το µπ… η Βουλή» (και µαζί οι κοµµουνιστές, οι Εβραίοι και ο κόσµος ολόκληρος). Στην Αµερική, αντίθετα, µετά την καταστροφή διαµορφώθηκε ένα νέο ρεύµα ιδεών, που υποστήριζε πως χρειάζεται ισχυρή κρατική παρέµβαση στην οικονοµία και δραστικά µέτρα κοινωνικής δικαιοσύνης και άµβλυνσης των ανισοτήτων, ως θεραπεία για την κρίση και ασπίδα πρόληψης µιας επανάληψής της στο µέλλον. Ηταν ένα νέο πολιτικό σχέδιο (που αποτέλεσε µετά τον Πόλεµο τη βάση τού έως πριν από 30 χρόνια κυρίαρχου σοσιαλδηµοκρατικού κοινωνικού συµβολαίου) που βρήκε και έναν πολιτικό ηγέτη ικανό να το µεταδώσει και να ξαναδώσει ελπίδα στους ανθρώπους, ακόµη και όταν αποτύγχανε να διορθώσει την οικονοµία.

Και αυτό ακριβώς είναι που λείπει υπό τις συνθήκες της σηµερινής κρίσης.

Ηγεσία που να εµπνέει εµπιστοσύνη. Και µερικές νέες ιδέες, ένα σχέδιο που να ξαναδίνει ελπίδα στους απελπισµένους. Θα ήταν υπερβολή να πει κανείς ότι µας απειλεί ένας νέος Χίτλερ (παρότι οι νοσταλγοί του ακούγονται όλο και πιο δυνατά). Μα είναι βέβαιο ότι µας λείπει ένας νέος Ρούζβελτ και προπάντων µας λείπει ένα νέο «νιου ντιλ» για τον 21ο αιώνα. Οσο αυτά θα εξακολουθούν να λείπουν από τη ζωή µας, η ηγεσία και οι ιδέες, τόσο θα κοιτάµε από τα ύψη της οικονοµικής κρίσης τα βάθη µιας κοινωνικής αβύσσου που µας απειλεί.

28 Δεκ 2010


ΑΝΑΠΤΥΞΗ Η ΧΡΕΟΚΟΠΙΑ

imf2
Εάν το ΔΝΤ δεν εγκαταλείψει τη χώρα μας, το αργότερο εντός του πρώτου εξαμήνου του 2011, δεν πρόκειται να υπάρξει μέλλον - ενώ η κατάσταση θα γίνει εκρηκτική, όχι μόνο για την Ελλάδα, αλλά για ολόκληρη την Ευρωζώνη
 Αυτό που χωρίς καμία αμφιβολία χρειάζεται η Ελλάδα, έτσι ώστε να καταφέρει να επωφεληθεί και όχι απλά να «αποδράσει» από τη μεγαλύτερη οικονομική κρίση της Ιστορίας της (δυστυχώς, η έξοδος της από την πολιτισμική, την πολιτική και την κοινωνική κρίση, δεν είναι τόσο απλή), είναι μία ομόφωνη, ξεκάθαρη, συνεπής και συλλογική πολιτική κατεύθυνση.
 Ανεξάρτητα λοιπόν από όλα όσα «δεινά» συζητούνται και θα μπορούσαν δυστυχώς να συμβούν (χρεοκοπίαέξοδος από τη ζώνη του ευρώ, επιστροφή στη δραχμή, διάλυση της Ευρωζώνης, κατάρρευση της αγοράς ακινήτων σε συνδυασμό με ανεπάντεχα τραπεζικά προβλήματα, δυσμενή επακόλουθα στις καταθέσεις κλπ), αυτό που απαιτείται είναι μία ρεαλιστική λύση, η οποία να μην αποκλείει και να μην προϋποθέτει τίποτα, από όλα όσα θα αποφασισθούν ή θα συμβούν στο μέλλον - στην  Ευρωζώνη, στις Η.Π.Α. και σε ολόκληρο τον πλανήτη. Κατά την άποψη μας, η λύση αυτή επικεντρώνεται σήμερα, 

(α)  στην αιτιολογημένη, «έννομη» διαγραφή μέρους του «επαχθούς» δημοσίου χρέους της Ελλάδας (40-50%) - αυτού δηλαδή του ποσοστού του χρέους (περί τα 160 δις €) που δεν προσέθεσε πλούτο στη χώρα και στους Πολίτες της, αλλά στους διαφθορείς ξένους ή στους διεφθαρμένους Έλληνες,

(β)  στην αναδιάρθρωση του υπολοίπου (διακανονισμός με εφικτές δόσεις και μη τοκογλυφικά επιτόκια, περί το 1%), καθώς επίσης

(γ)  στην αντίστοιχη αντιμετώπιση του προβληματικού ιδιωτικού χρέους – αυτού δηλαδή κάποιων μικρομεσαίων επιχειρήσεων και των φτωχών νοικοκυριών (όχι βέβαια την ανάληψη των επισφαλειών των τραπεζών από τους Πολίτες, όπως δυστυχώς συνέβη στην Ιρλανδία). Στην προκειμένη περίπτωση, αφενός μεν το κράτος θα έπρεπε να διαγράψει μέρος των οφειλών των αδύναμων νοικοκυριών-επιχειρήσεων απέναντι του, αφετέρου δε οι τράπεζες θα έπρεπε να προβούν σε ανάλογες ενέργειες. Άλλωστε το «μέτρο» αυτό (διαγραφή μέρους του χρέους των νοικοκυριών), ήδη εφαρμόζεται και στη χώρα μας, από κάποια χρηματοπιστωτικά ιδρύματα (Cittibank – διαγραφή του 40% των οφειλών ορισμένων Ελλήνων πελατών της).  

Μόνο έτσι θα μπορούσαν να δημιουργηθούν πλέον στην Ελλάδα (αλλά και στις ελλειμματικές «δυτικές» οικονομίες) εκείνες οι συνθήκες ανάπτυξης, οι οποίες αποτελούν απαραίτητη προϋπόθεση για την επίλυση των υπολοίπων σημαντικών προβλημάτων της οικονομίας της - όπως τα τεράστια ετήσια ελλείμματα του προϋπολογισμού, οι αδυναμίες του Δημοσίου, η ελλιπής ανταγωνιστικότητα, η γραφειοκρατία, η ορθολογική λειτουργία των κοινωφελών κρατικών επιχειρήσεων, οι οποίες φυσικά πρέπει να παραμείνουν στην ιδιοκτησία του δημοσίου  κλπ.

Με την κυβέρνηση μας όμως να υποτάσσεται στις καταστροφικές συνταγές του ΔΝΤ (το οποίο φυσικά εξυπηρετεί μόνο τους δικούς του σκοπούς, σε συνδυασμό με αυτούς των διεθνών δανειστών μας), με την αξιωματική αντιπολίτευση να μην αντιτάσσεται στο «Ταμείο», αλλά αποκλειστικά και μόνο στα διάφορα μνημόνια «συνεργασίας» μαζί του (παραπλανώντας μάλλον τους ψηφοφόρους της, με την επίκληση άλλου «μίγματος» μέτρων - τα οποία όμως θα συνέχιζαν να εξυπηρετούν τους σκοπούς του ΔΝΤ), καθώς επίσης με την κεντρική ηγεσία της Ευρωζώνης σε πλήρη αδυναμία συνεννόησης, οι δυνατότητες είναι αρκετά περιορισμένες. 

Εν τούτοις, γνωρίζοντας ότι καμία άλλη λύση δεν είναι ρεαλιστική (άρθρο μας), ενώ δεν πρέπει να επιτρέπουμε τις μεταξύ μας «αντιπαλότητες» (εμφυλίους πολέμους),  οφείλουμε να απαιτήσουμε από την πολιτική ηγεσία της χώρας μας, να συμφωνήσει σε μία τέτοιου είδους «κοινή» αντιμετώπιση των οικονομικών προβλημάτων που προκάλεσαν στην Ελλάδα, τόσο οι κυβερνήσεις των τελευταίων τριάντα ετών (διαπλοκή, διαφθορά κα), όσο και οι διεθνείς «συγκυρίες» (ευρωπαϊκές ανισορροπίεςασύμμετρη παγκοσμιοποίηση κλπ) – χωρίς φυσικά να αποποιούμαστε τις δικές μας ευθύνες, αφού αρκετοί Έλληνες Πολίτες τάχθηκαν «ιδιοτελώς» υπέρ των συγκεκριμένων πολιτικών παρατάξεων.

Όλα τα υπόλοιπα, όπως η υποστήριξη της έκδοσης ευρωομολόγων, τα οποία δεν επιλύουν ουσιαστικά κανένα πρόβλημα (απλά «διαχειρίζονται» τα υφιστάμενα, μεταθέτοντας τα επαυξημένα στο μέλλον - ειδικά όταν δεν έχει αναλυθεί επαρκώς η «σύσταση», το κόστος και η χρήση τους), είναι δευτερεύουσας σημασίας. Αυτό που στη συγκεκριμένη περίπτωση θα προείχε, θα ήταν η οικονομική, η πολιτική και η δημοσιονομική ένωση της ΕΕ, με τη μορφή των «Ηνωμένων Πολιτειών της Ευρώπης» - κατά το παράδειγμα των Η.Π.Α., οι Πολιτείες των οποίων είναι πολύ πιο ανεξάρτητες από τις σημερινές χώρες της Ευρωζώνης, ενώ δεν υπάρχει κανένας «γερμανικός» φόβος «τιμωρίας» ή «εκδίωξης» τους. 

Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΗΣ ΔΟΜΗΣ ΤΟΥ ΧΡΕΟΥΣ

Με δεδομένο ότι, η ανάπτυξη και τα χρέη είναι έννοιες στενά συνδεδεμένες μεταξύ τους, αφού σε εποχές ανάπτυξης χρεώνονται οι επιχειρήσεις, ενώ σε υφέσεις τα κράτη, η «δομή» και μόνο του συνολικού Ελληνικού χρέους (Πίνακας Ι, το ιδιωτικό μικρότερο από το δημόσιο) το οποίο, όπως έχουμε επανειλημμένα τονίσει στο παρελθόν, είναι το μικρότερο στη «δύση», μονοδρομεί ουσιαστικά τον τρόπο αντιμετώπισης του, ο οποίος δεν είναι άλλος από την ανάπτυξη – σε πλήρη αντίθεση με όλα όσα «κακόβουλα» απαιτεί από τη χώρα μας το ΔΝΤ, οδηγώντας την Ελλάδα στη λεηλασία των επιχειρήσεων της, στην εξαθλίωση, στην καταστροφή της «συνεκτικής» μεσαίας τάξης, στις κοινωνικές αναταραχές και στην «υποδούλωση/αποικιοποίηση», δια μέσου του στασιμοπληθωρισμού. 

ΠΙΝΑΚΑΣ Ι: Συνολικό χρέος, δημόσιο και ιδιωτικό – Προβλέψεις 2010

Χώρα
Συνολικό Χρέος*
Δημόσιο Χρέος**
Ιδιωτικό Χρέος




Ελλάδα
252%
128,90
123,1%
Γερμανία
285%
76,70
208,3%
Ιταλία
315%
116,70
198,3%
Γαλλία
323%
82,50
240,5%
Πορτογαλία
323%
84,60
238,4%
Μ. Βρετανία
466%
80,00
386,0%
Πηγή: Συνδυασμός στοιχείων από Κομισιόν, McKinsey Global Institute και μελέτη της Deutsche Bank, σύμφωνα με την οποία το ιδιωτικό χρέος της Ελλάδας είναι 123% του ΑΕΠ, ενώ της Πορτογαλίας 239%
Πίνακας: Β. Βιλιάρδος
*    Δημόσιο και ιδιωτικό, εσωτερικό και εξωτερικό
**   Πρόβλεψη 2010, από τις αρχές του έτους
Σημείωση: Στον ιδιωτικό τομέα, σε αντίθεση με το δημόσιο, η αξία των παγίων περιουσιακών στοιχείων προσμετρείται στο ενεργητικό, «μειώνοντας» το παθητικό – οπότε το συγκριτικό με την Ελλάδα συνολικό χρέος άλλων κρατών είναι πρακτικά μεγαλύτερο, από αυτό που φαίνεται στον Πίνακα Ι.

Ειδικότερα, όπως έχουμε ήδη αναφέρει στο παρελθόν, ο σωστός δείκτης «οικονομικής ευρωστίας» δεν είναι το δημόσιο χρέος προς τα ΑΕΠ, αλλά το συνολικό χρέος προς το ΑΕΠ – ενώ στο καθορισμό του οφείλουν να λαμβάνονται υπ’ όψιν και τα περιουσιακά στοιχεία του δημοσίου (απαιτούνται διεθνώς κρατικοί Ισολογισμοί, αντίστοιχοι με αυτούς των επιχειρήσεων του ιδιωτικού τομέα).

Δεν είναι δυνατόν λοιπόν να έχουν την ίδια αντιμετώπιση χώρες με μηδενική δημόσια περιουσία και τεράστιο συνολικό χρέος (όπως η Μ. Βρετανία), με κράτη σαν την Ελλάδα. Επίσης, οφείλουν να έχουν διαφορετική αντιμετώπιση, σε σχέση με τα ελλείμματα των προϋπολογισμών, χώρες με τεράστιες εξοπλιστικές δαπάνες ή μεγάλα έξοδα προστασίας των συνόρων τους από τη λαθρομετανάστευση, όπως η Ελλάδα – η οποία όχι μόνο δεν λαμβάνει ειδικές ενισχύσεις από την ΕΕ, ως οφείλεται αλλά, εσφαλμένα και άδικα, συγκρίνεται με «προβληματικά» κράτη περιορισμένων αντίστοιχων δαπανών (Πορτογαλία, Ιρλανδία, Βέλγιο κλπ).

Τέλος, δε επιτρέπεται να λαμβάνονται τα ίδια μέτρα αντιμετώπισης της κρίσης σε χώρες που έχουν πρόβλημα ιδιωτικού χρέους (Ιρλανδία, Ισπανία, Βέλγιο, Κύπρος κλπ), με αυτές που ο αδύνατος κρίκος τους είναι το δημόσιο χρέος (Ελλάδα, Ιταλία). Ειδικά όσον αφορά την Ελλάδα, θα έπρεπε επί τέλους να προγραμματισθεί, με πρωτοβουλία της Κομισιόν, η σταδιακή αποπληρωμή των πολεμικών αποζημιώσεων, οι οποίες της οφείλονται από τη Γερμανία, ύψους άνω των 70 δις €.    

ΟΙ ΠΡΟΥΠΟΘΕΣΕΙΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ

Είναι γνωστό ότι, σε εποχές ύφεσης οι επιχειρήσεις περιορίζουν το δανεισμό τους, λόγω της μείωσης των επενδύσεων τους - έτσι ώστε να αντιμετωπίσουν μία συνεχώς χαμηλότερη ζήτηση. Επί πλέον, μειώνουν όλες τις δαπάνες λειτουργίας τους, με στόχο να επανέλθουν στην κερδοφορία – γεγονός που έχει σαν αποτέλεσμα τόσο τη μείωση του τζίρου των δικών τους προμηθευτών, όσο και τον περιορισμό των εισοδημάτων των εργαζομένων, με την ταυτόχρονη αύξηση της ανεργίας.

Ένεκα τούτου, τα έσοδα των κρατών μειώνονται αντίστοιχα - κυρίως επειδή, σε μεγάλο μέρος τους, προέρχονται από φόρους επί των περιορισμένων πλέον εισοδημάτων των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων (κερδών). Έτσι, η οικονομία εισέρχεται σε έναν καθοδικό σπειροειδή κύκλο, ο οποίος εκ των πραγμάτων ανατροφοδοτείται - οδηγώντας την σε συνεχώς αυξανόμενα προβλήματα.

Για να μπορέσει τώρα μία οικονομία να επιστρέψει σε μία σταθερή αναπτυξιακή πορεία, θα πρέπει οι σχετικά υπερχρεωμένοι τομείς της να μειώσουν τα χρέη τους, επιτυγχάνοντας πλεονάσματα. Εάν όμως, για να επιτευχθεί η μείωση των χρεών των υπερχρεωμένων τομέων, περιορίζονται οι δαπάνες τους, τότε αφαιρούνται έσοδα από άλλους τομείς – οπότε δεν καταπολεμάται το πρόβλημα, αφού μεταφέρεται η κρίση στους άλλους τομείς.

Για παράδειγμα, εάν το κράτος περιορίσει τις δαπάνες του, μειώνοντας τους μισθούς ή απολύοντας «περιττούς» εργαζομένους, το πρόβλημα δεν επιλύεται, αλλά απλά μετατοπίζεται στους υπόλοιπους τομείς - δια μέσου της μείωσης της κατανάλωσης (κυρίως στην οικοδομική δραστηριότητα, στην ακίνητη περιουσία εν γένει και από εκεί στο χρηματοπιστωτικό κλάδο – πυροδοτώντας μία έκρηξη μεγατόνων). Ποια  είναι λοιπόν η σωστή μέθοδος για να μπορέσει η Οικονομία να εισέλθει σε αναπτυξιακή τροχιά, χωρίς να εγκλωβισθεί στην παγίδα του χρέους;   

Η σωστή λύση θα ήταν εν προκειμένω η επίτευξη υψηλοτέρων εσόδων, τα οποία θα υπερκάλυπταν τις δαπάνες – έτσι ώστε ο περιορισμός των χρεών να προερχόταν από τα πλεονάσματα (κέρδη). Για να γίνει όμως κάτι τέτοιο εφικτό, θα έπρεπε άλλοι «συμμετέχοντες» στην «πτωτική» αγορά, οι ιδιώτες επιχειρηματίες για παράδειγμα, να προθυμοποιηθούν να προβούν, παρά την ύφεση, στην αύξηση των δαπανών τους – καθώς επίσης στην «απορρόφηση» των νέων ανέργων.

Είναι αυτονόητο ότι, οι «συμμετέχοντες» που θα μπορούσαν να ενεργήσουν με αυτόν τον τρόπο, δεν είναι ούτε το κράτος, ούτε τα αδύναμα εισοδηματικά στρώματα – αφού «αμφότεροι» δεν μπορούν να υπολογίσουν με αυξημένα έσοδα, εκτός εάν χρηματοδοτήσουν τις δαπάνες τους με νέα χρέη (κατά το πρόσφατο «παράδειγμα» των Η.Π.Α., το οποίο οδήγησε σε τεράστια δημόσια ελλείμματα, καθώς επίσης στην κρίση των ενυπόθηκων δανείων χαμηλής εξασφάλισης - subrimes).

Επομένως, μόνο οι «συμμετέχοντες» με υψηλά περιουσιακά στοιχεία είναι σε θέση, χωρίς να χρεωθούν δυσανάλογα, να αυξήσουν τις δαπάνες τους σε επίπεδα που ξεπερνούν τα έσοδα τους. Πως όμως υποκινεί κανείς τους εισοδηματικά ισχυρούς, αυτούς καλύτερα που διαθέτουν περιουσιακά στοιχεία, να αυξήσουν τα δαπάνες τους;

Προφανώς, επειδή δεν θέλουν να «διαθέσουν» τα περιουσιακά τους στοιχεία στην κατανάλωση, ο μοναδικός τρόπος είναι να υποκινηθούν σε επενδύσεις οι οποίες, αφαιρουμένων των εξόδων και των φόρων, θα τους επιτρέπουν κέρδη από την όλη δραστηριοποίηση τους. Κατ’ επέκταση, ο μοναδικός τρόπος είναι η παροχή διευκολύνσεων (επίλυση των γραφειοκρατικών προβλημάτων κλπ), καθώς επίσης επενδυτικών κινήτρων - με σημαντικότερα ίσως όλων τη μηδενική φορολόγηση των νέων επενδύσεων, καθώς επίσης την επιδότηση του προσωπικού, για τα πρώτα χρόνια της λειτουργίας τους («στοχευμένα» φυσικά σε επιχειρήσεις με εξαγωγικό προσανατολισμό, όπως και σε αυτές που δραστηριοποιούνται στους βασικούς πυλώνες της εκάστοτε οικονομίας – στη ναυτιλία, στον τουρισμό και στη γεωργία για την Ελλάδα).    

Έτσι το δημόσιο χρέος θα μειώνεται, με το ιδιωτικό να «καλύπτει τη διαφορά» – με αποτέλεσμα την πιο ορθολογική κατανομή του. Για παράδειγμα, θεωρούμε ότι η Ελλάδα θα μπορούσε να επιλύσει σχετικά εύκολα τα προβλήματα της, εάν είχε αντιληφθεί έγκαιρα (πριν το 2009) τους κινδύνους (άρθρο μας: Έλλειμμα Διακυβέρνησης), με την εξής «διαδικασία»:

(α)  Με τις προβλέψεις 2010 (Πίνακας Ι), το δημόσιο χρέος θα ήταν περίπου 129% του ΑΕΠ - οπότε το ιδιωτικό 123% του ΑΕΠ (240 δις € ΑΕΠ). Εάν λοιπόν οιΈλληνες επιχειρηματίες (τράπεζες κλπ) επένδυαν το 40% του ΑΕΠ σε κρατικά περιουσιακά στοιχεία, τότε το δημόσιο χρέος θα περιοριζόταν στο 89% του ΑΕΠ- ενώ το ιδιωτικό θα αυξανόταν στα 163% του ΑΕΠ (στα επίπεδα του Καναδά).

Σε μία τέτοια περίπτωση, η οικονομική κατάσταση της Ελλάδας θα ήταν σχετικά ικανοποιητική, χωρίς καμία ουσιαστική διαφοροποίηση, οπότε η πιστοληπτική της ικανότητα (αξιολόγηση) θα παρέμενε σε φυσιολογικά επίπεδα. Επομένως, δεν θα είχε κανένα πρόβλημα δανεισμού ή «εμπλοκής» του ΔΝΤ στα εσωτερικά της – πόσο μάλλον εάν απευθυνόταν για δανεισμό σε νέες «πηγές» (Κίνα, Ρωσία, Αραβία κλπ), ως όφειλε, αν μη τι άλλο για τη διασπορά των κινδύνων.   

(β)  Με δημόσιο χρέος στο 89% του ΑΕΠ, απέναντι στο οποίο ευρίσκονται πολλαπλάσια περιουσιακά στοιχεία, η Ελλάδα θα χρειαζόταν δάνεια ύψους 214 δις €. Εάν οι Έλληνες Πολίτες αγόραζαν το 50% αυτών των δανείων (ομόλογα δημοσίου), τότε θα απαιτούνταν μόλις 107 δις € από τις «αγορές» - ενώ οι καταθέσεις τους στις τράπεζες θα συνέχιζαν να είναι ικανοποιητικές (πάνω από 100 δις €), ακόμη και αν έπρεπε να μειωθεί ο (υπερβολικός) αριθμός των πιστωτικών ιδρυμάτων, τα οποία δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα.  

Φυσικά, η χώρα θα έπρεπε να επιλύσει το πρόβλημα του ισοζυγίου εξωτερικών συναλλαγών της, με τη βοήθεια της ΕΕ. Επίσης, με τη «συνδρομή» των προμηθευτών στρατιωτικού εξοπλισμού της, για τα οποία δεν δόθηκαν ούτε καν τα φυσιολογικά «αντισταθμιστικά» οφέλη - αυτά δηλαδή που απαιτεί ο αγοραστής να επενδύσει ο πωλητής εξοπλισμού, όπως η Γαλλία και η Γερμανία, στη χώρα του (δυστυχώς, το 10% επί των προμηθειών, θυσιαζόταν ανέκαθεν στο «βωμό της διαφθοράς»). Τέλος, να λειτουργεί με ελλείμματα κάτω του 3%, έτσι ώστε να μην αυξάνεται το δημόσιο χρέος της.

Κατά την άποψη μας, υπό προϋποθέσεις, οι δυνατότητες αυτές ήταν, πριν από την εισβολή του ΔΝΤ, απόλυτα ρεαλιστικές - πόσο μάλλον εάν θα είχαν «συνοδευθεί» από μία υγιή φορολογική συνείδηση, με βάση την οποία θα αυξανόταν τα δημόσια έσοδα  (άρθρο μας).

Αφού όμως δεν είναι πλέον κάτι τέτοιο εφικτό, ιδίως επειδή απαιτεί χρόνο για την υλοποίηση του (ο οποίος δεν είναι πια διαθέσιμος λόγω του κακού χειρισμού της κρίσης), η μοναδική λύση είναι η άμεση διαγραφή χρεών τόσο του δημοσίου, όσο και του αδύναμου ιδιωτικού τομέα (υπερχρεωμένα νοικοκυριά και μικρομεσαίες επιχειρήσεις), έτσι ώστε να επιστρέψει η οικονομία σε πορεία ανάπτυξης - πριν επεκταθεί η κρίση σε άλλους, πολύ πιο επικίνδυνους τομείς (ακίνητα, τράπεζες), με πολύ πιο καταστροφικά αποτελέσματα.

Είναι αυτονόητο βέβαια ότι, ανάπτυξη κάτω από την αποπνικτική «σκιά» του ΔΝΤ, με το ίδιο ή με άλλο «μίγμα» μέτρων, πόσο μάλλον με υπερβολικούς άμεσους και έμμεσους φόρους, είναι αδύνατον να επιτευχθεί. Επομένως, εάν το ΔΝΤ δεν «εγκαταλείψει» τη χώρα μας, το αργότερο εντός του πρώτου εξαμήνου του 2011, με την παράλληλη κάλυψη του «χρηματοδοτικού κενού» της Ελλάδας από τους πιστωτές της (διαγραφή χρεών), δεν πρόκειται να υπάρξει μέλλον - ενώ η κατάσταση θα γίνει εκρηκτική, όχι μόνο για την Ελλάδα, αλλά για ολόκληρη την Ευρώπη.   
Αθήνα, 27. Δεκεμβρίου 2010