Τι λέει το Καίμπριτζ για τις πρώτες φιλοσοφικές σχολές στην αρχαία Ελλάδα;
Διαβάστε τα στοιχεία που αποκαλύπτει το Πανεπιστήμιο του Καίμπριτζ για τις πρώτες φιλοσοφικές σχολές της ελληνικής αρχαιότητας, όπως για παράδειγμα, οι Σωκρατικοί, ο Ισοκράτης και τόσοι άλλοι, οι οποίοι "έσπειραν" τον πρώτο σπόρο της φιλοσοφικής σκέψης και στοχασμού στην ανθρωπότητα πάνω σε επιστημονικά δεδομένα!..
ΟΙ ΠΡΩΤΕΣ ΣΧΟΛΕΣ
Οι Σωκρατικοί Η ιδέα της διδασκαλίας σε συγκεκριμένο και μόνιμο τόπο για πρώτη φορά εμφανίζεται υπό τύπο αστεϊσμού στις Νεφέλες του Αριστοφάνη (423 π.Χ.), αλλά δεν εφαρμόσθηκε παρά μόνο μετά το θάνατο του Σωκράτη. Δύο από τους ξένους μαθητές του επέστρεψαν στις πατρίδες τους και ίδρυσαν σχολές, λίγο μετά το 399 π.Χ.: ο Ευκλείδης στη γενέτειρα του, τα Μέγαρα, όπου λέγεται ότι ο Πλάτων και άλλα μέλη των σωκρατικών κύκλων τον συνόδευσαν (Διογένης Λαέρτιος, Βιβλίο 2 [Σωκράτης και Σωκρατικοί], 106) και όπου η σχολή που ίδρυσε διατηρήθηκε μέχρι το τέλος του 4ου αιώνα π.Χ. (Διογένης Λαέρτιος, Βιβλίο 2 [Σωκράτης και Σωκρατικοί], 108-115). Επίσης, ο Φαίδων ίδρυσε σχολή στην Ήλιδα, η οποία διατηρήθηκε μόνο κατά την επόμενη γενεά. Δεν μπορεί να προσδιοριστεί η ακριβής χρονολογία της ίδρυσης των δυο αυτών σχολών, ενώ ελάχιστα γνωρίζουμε για τον τρόπο που οργανώθηκαν και λειτουργούσαν.
Η πρώτη μόνιμη σχολή στην Αθήνα ιδρύθηκε από τον Αντισθένη, ο οποίος συνδύαζε στο πρόσωπο του χαρακτηριστικά των σοφιστών με εκείνα του Σωκράτη. Γεννημένος στην Αθήνα περί το 445 π.Χ., από Αθηναίο πατέρα και μητέρα από τη Θράκη, υπήρξε μαθητής του Γοργία και διδάσκαλος της ρητορικής, πριν γνωρίσει τον Σωκράτη και γίνει ένας από τους πιο αφοσιωμένους μαθητές του (Ξενοφών, Απομνημονεύματα, Γ', 11.17- πρβλ. Β', 5.2-5. Πλάτων, Φαίδων, 59b). Παρότρυνε, μάλιστα, τους μαθητές του να ακολουθήσουν το παράδειγμα του Σωκράτη. Η μεικτή καταγωγή του δείχνει για ποιο λόγο εγκαταστάθηκε στο γυμνάσιο του Κυνοσάργους μετά το θάνατο του Σωκράτη (Διογένης Λαέρτιος, Βιβλίο 6 [Αντισθένης και Κυνικοί], 13): ήταν αυτό που συνδεόταν περισσότερο με τους νόθους. Διέθετε, πάντως, αρκετή επιρροή, ώστε ο Ισοκράτης να επιτεθεί εναντίον του, θεωρώντας τον ισάξιο αντίπαλο. Ο Αντισθένης δεν είχε διάδοχο. Tα δόγματα και τις ιδέες του ενστερνίστηκε η σχολή των «Κυνικών», η οποία αναπτύχθηκε αμέσως μετά το θάνατο του Αντισθένη, και, σύμφωνα με μία άποψη, πήρε το όνομα της από το τοπωνύμιο Κυνόσαργες. Όπως και οι σοφιστές, φαίνεται ότι χρέωνε δίδακτρα, αν και λίγα, για τη διδασκαλία του (Διογένης Λαέρτιος, Βιβλίο 6 [Αντισθένης και Κυνικοί], 9 = απόσπ. 189 Caizzi με σημείωση), αλλά το σημαντικότερο είναι ότι απαιτούσε από τους μαθητές του να κρατούν σημειώσεις (Διογένης Λαέρτιος, Βιβλίο 6 [Αντισθένης και Κυνικοί], 3), αποδίδοντας έτσι στο γραπτό λόγο μεγαλύτερη σημασία από εκείνη που φαίνεται να είχε στην εκπαιδευτική πρακτική του 5ου αιώνα π.Χ.
Ισοκράτης Η επιρροή των Σωκρατικών στην αθηναϊκή εκπαίδευση εκφράσθηκε σχηματικά με την κριτική που άσκησε εναντίον τους ο Ισοκράτης3. Ο Ισοκράτης γεννήθηκε στην Αθήνα το 436 π.Χ., οκτώ χρόνια πριν από τον Πλάτωνα. Φτωχός, λόγω της απώλειας της πατρικής περιουσίας του κατά τον Πελοποννησιακό πόλεμο, αρχικώς βιοπορίστηκε, εφαρμόζοντας τα μαθήματα ρητορικής που έλαβε από τον Γοργία (και πιθανώς, επίσης, από τον Πρόδικο, τον Τεισία και τον Θηραμένη) στη συγγραφή δικανικών λόγων, από τους οποίους διασώζονται έξι (λόγοι 16-21). Οι τελευταίοι από αυτούς, ο Τραπεζιτικός και ο Αιγινιτικός, συντάχθηκαν όχι αργότερα από το 390 π.Χ. Αλλά λόγω της αδύνατης φωνής του και της έλλειψης αυτοπεποίθησης ενώπιον του ακροατηρίου, σύντομα διέκοψε τις δημόσιες εμφανίσεις στα δικαστήρια και την Εκκλησία του Δήμου και αφιερώθηκε στη διδασκαλία και τη συγγραφή4. Λίγο πριν το 390 π.Χ. ίδρυσε σχολή σε ιδιωτική οικία (πιθανώς τη δική του) στην Αθήνα, κοντά στο Λύκειο. Στο λόγο του με τίτλο Κατά των σοφιστών (λόγος 13), καταγράφει τους εκπαιδευτικούς στόχους του και ασκεί κριτική στους στόχους των αντιπάλων του5.
Οι «σοφιστές», εναντίον των οποίων επιτίθεται, δεν είναι εκείνοι που κακίζει ο Πλάτων, αλλά, γενικότερα, επαγγελματίες εκπαιδευτές που ανταμείβονται για τις υπηρεσίες τους6. Ο Ισοκράτης χρησιμοποιεί τον όρο «φυσικός» φιλόσοφος και για τον εαυτό του (λόγος 15, Περί αντιδόσεως, 168-170), όπως και για προγενέστερους φιλοσόφους, τον Εμπεδοκλή, για παράδειγμα, και τον Παρμενίδη (ό.π., 268), ή ακόμη και για διακεκριμένους πολιτικούς, όπως ο Σόλων (ό.π., 235,313-314). Οι σοφιστές στους οποίους ο Ισοκράτης επιτίθεται είχαν δυσφημήσει το επάγγελμα τους, επειδή υπόσχονταν ψευδώς στους μαθητές τους ότι θα τους έδιναν μία γνώση που δεν υπήρχε (λόγος 15, Περί αντιδόσεως, 168· πρβλ. 148,199, 235· λόγος 13, Κατά των σοφιστών, 7-8,11). Μία ομάδα «σοφιστών» κολάζονται διότι αγνοούσαν τη σημασία της εμπειρίας και των φυσικών δεξιοτήτων στην αποτελεσματική ρητορική και παραπλανούσαν τους μαθητές τους, με την αντίληψη ότι η ρητορική είναι επιστήμη, που μπορεί να διδαχθεί εξίσου εύκολα με τα γράμματα της αλφαβήτου (λόγος 13, Κατά των σοφιστών, 9-13) Μία άλλη ομάδα, οι «εριστικοί» (οι περί τας ερίδας διατρίβοντες, ό.π., 1), κατηγορείται για τον ισχυρισμό της ότι υπήρχε κάποια επιστήμη ηθικών αξιών, μέσω της οποίας μπορεί να επιτευχθεί η ευδαιμονία. Ο ισχυρισμός αυτός διεκδικεί ένα είδος πρόγνωσης, που στην πραγματικότητα δεν είναι εφικτή στον άνθρωπο. Αφού κάθε γεγονός είναι μοναδικό, δεν μπορεί να υπάρξει μία ξεχωριστή επιστήμη που να διδάσκει τι συνιστά a priori ηθική συμπεριφορά σε οποιαδήποτε περίσταση ή συνδυασμό περιστάσεων {ό.π., 3-4). Επιπλέον, ο Ισοκράτης κατηγορεί τους «εριστικούς» ότι υποκρίνονταν πως αδιαφορούσαν για την αμοιβή τους από τους μαθητές, στους οποίους δίδασκαν τον ενάρετο βίο, αλλά στην πραγματικότητα απαιτούσαν να τους πληρώνουν τα δίδακτρα προκαταβολικά (λόγος 13, Κατά των σοφιστών, 4-5). Για τον Ισοκράτη, όπως και για τους σοφιστές πριν από αυτόν, ήταν αυτονόητο ότι οι εκπαιδευτές έπρεπε να πληρώνονται για τις υπηρεσίες τους (λόγος 15, Περί αντιδόσεως, 155, 219-220,240-241,289)7. Αν και ελέχθη ότι είχε πλουτίσει από τα δίδακτρα που εισέπραττε (λόγος 15, Περί αντιδόσεως, 155-158), χρέωνε μέτρια ποσά, που έφθαναν μόλις το ένα δέκατο από όσα χρέωναν, σύμφωνα με τις πηγές, ο Πρωταγόρας και ο Γοργίας για τη διδασκαλία τους8. Οι Σωκρατικοί εν γένει και ο Αντισθένης ειδικώς κατηγορούνται στο Κατά των σοφιστών, όπως και στην Ελένη, περίπου πέντε χρόνια αργότερα (περί το έτος 385 π.Χ.), ως γέροντες που «ισχυρίζονται ότι είναι αδύνατο να διατυπωθούν ψευδείς ή αντιφατικοί ισχυρισμοί (αντιλογία) και να μιλήσει κανείς πάνω στο ίδιο θέμα και από τις δύο πλευρές» και «επιμένουν να διαβεβαιώνουν ότι η φύση δεν μας προικίζει με καμία αρετή και ότι με όλες τις αρετές ασχολείται μία επιστήμη» (λόγος 10, Ελένη, 1: «μία δ' επιστήμη καθ' απάντων εστίν»). Η δεύτερη κατηγορία απευθύνεται στους περισσότερους Σωκρατικοΰς9, αλλά η πρώτη, σε συνδυασμό με τα χαμηλά δίδακτρα (λόγος 13, Κατά των σοφιστών, 3), απευθύνεται σαφώς στον Αντισθένη, η σχολή του οποίου πρέπει να ήταν, περί το 390 π.Χ., ο βασικός ανταγωνιστής της σχολής που ο Ισοκράτης επρόκειτο να ιδρύσει. Ο Πλάτων, ο γνωστότερος υπέρμαχος του δόγματος του Σωκράτη, ότι η ηθική συμπεριφορά προϋποθέτει τη γνώση (επιστήμη), δεν είχε ιδρύσει την Ακαδημία του μέχρι το 388/387 π.Χ.
Ο Ισοκράτης δεν κατέγραψε σε κάποια θεωρητική μελέτη τα εκπαιδευτικά δόγματα του. Όμως, οι απόψεις του παρέμειναν σταθερές, κατά αξιοσημείωτο τρόπο, στη διάρκεια μίας σταδιοδρομίας που διήρκεσε πάνω από μισό αιώνα10, ώστε πρέπει να του αναγνωριστεί η πατρότητα της πρώτης προγραμματικής κατάθεσης αυτού που σήμερα θεωρούμε ως «φιλελεύθερη» εκπαίδευση. Ο ρήτορας απευθύνεται σε μία οικονομική και όχι πνευματική ελίτ, δηλαδή σε αυτούς που μπορούν να πληρώσουν για να μορφωθούν. Όπως και οι Σωκρατικοί, πίστευε ότι η καλλιέργεια της ψυχής (της ψυχής επιμέλεια) είναι η ευγενέστερη επιδίωξη κατά την προετοιμασία των νέων, με τρόπο που να είναι χρήσιμοι στην πόλη. Επίσης, όπως και οι Σωκρατικοί, ο Ισοκράτης πίστευε ότι ο σκοπός αυτός μπορεί να επιτευχθεί μόνο με την αφιέρωση στη φιλοσοφία11.
Η φιλοσοφία του Ισοκράτη διατηρεί τις πρακτικές εννοιολογικές αποχρώσεις που ο όρος είχε κατά τον 5ο αιώνα π.Χ., και πριν από αυτόν, περιλαμβάνοντας κάθε σοβαρή μελέτη που προήγε την καλλιέργεια συνεκτικών απόψεων και ορθών κρίσεων για την αντιμετώπιση δεδομένης κατάστασης. Ο Ισοκράτης απορρίπτει την αντίληψη ότι η ηθική συμπεριφορά είναι επιστήμη και θεωρεί ως «σοφούς τους ικανούς να διαμορφώνουν, σε μη επιστημονική βάση, κρίσεις (δόξαί) ως προς την ενδεδειγμένη πορεία εν γένει. Σοφοί, επίσης, είναι και όσοι ασχολούνται, ως φιλόσοφοι, με επιδιώξεις που γρήγορα θα τους επιτρέψουν να επιτύχουν αυτού του είδους τη διορατικότητα» (λόγος 15, Περί αντιδόσεως, 271· πρβλ. λόγος 13, Κατά των σοφιστών, 16-18). Η «φιλοσοφία», κατά τον Ισοκράτη, περιλαμβάνει τη μελέτη της ποίησης (λόγος 15, Περί αντιδόσεως, 45) και της πολιτικής (ό.π., 121), όχι, όμως, και της γεωμετρίας και της αστρονομίας, διότι, αν και χρήσιμες «ως προπαρασκευή για τη φιλοσοφία», δεν προσθέτουν τίποτε χρήσιμο στο λόγο και τη δράση σε απτές καταστάσεις (ό.π., 261-269, ειδικώς 266· πρβλ. λόγος 12, Παναθηναϊκός, 26-32)12. Η εκπαίδευση θα δημιουργήσει έναν άριστο homme d'affaires, ο οποίος θα εμπιστευθεί το μυαλό του, ήδη οξυμμένο από τη μελέτη της γεωμετρίας και της αστρονομίας, στον Ισοκράτη για την εντατική μελέτη της «φιλοσοφίας» για περίοδο τριών ή τεσσάρων ετών (λόγος 15, Περί αντιδόσεως, 87), με προοπτική την ανάπτυξη μάλλον των πρακτικών (φρόνησις) παρά των θεωρητικών ικανοτήτων. Σκοπός είναι να δοθούν άξιες συμβουλές (συμβουΛεϋειν) σε αυτούς που κρατούν τα ηνία της εξουσίας13.
Για τον Ισοκράτη, η φιλοσοφία είναι η μόρφωση στους Λόγους, δηλαδή η ικανότητα της ορθολογικής οργάνωσης της σκέψης και της συνεκτικής παρουσίασής τους στους άλλους. Επειδή η ικανότητα αυτή διαφοροποιεί τον άνθρωπο από όλα τα άλλα όντα, είναι το θεμέλιο του ανθρώπινου πολιτισμού: «μας έκανε να ενωθούμε για να ιδρύσουμε πόλεις, να θεσπίσουμε νόμους και να ανακαλύψουμε ικανότητες». «Δημιούργησε κανόνες για το τι είναι ορθό και λάθος, ευτελές και ευγενές» (λόγος 3, Νικοκλής, 6-9· λόγος 15, Περί αντιδόσεως, 253-257).
Ο λόγος πρέπει να είναι σύνθεση για προφορική εκφορά. Το γεγονός ότι ο Ισοκράτης δεν είχε καλή φωνή ούτε αυτοπεποίθηση μπροστά στο κοινό, τον είχε αναγκάσει να εγκαταλείψει τη δικανική ρητορική και να γίνει λογογράφος και συγγραφέας, μάλλον ποιητής, οι γραπτές σκέψεις του οποίου διαβάζονται από άλλους ή σε άλλους (λόγος 12, Παναθηναϊκός, 11), παρά αγωνιστής (λόγος 15, Περί αντιδόσεως, 48-49, 192· πρβλ. λόγος 13, Κατά των σοφιστών, 15). Tα θέματα του, «οι υποθέσεις της Ελλάδας, των βασιλέων και των κρατών», προσφέρονται για συγγραφή, διότι ευρύτερα και ευγενέστερα θέματα προσδίδουν μεγαλύτερο κύρος από τις δημόσιες ομιλίες των ρητόρων (λόγος 12, Παναθηναϊκός, 11). Εύχεται να μπορεί να συμβουλεύει για δημόσια ζητήματα (λόγος 4, Πανηγυρικός, 7· λόγος 5, Φίλιππος, 17' Επιστολαί, Γ Διονύσιος, 5) και να εξασκεί τους μαθητές του στο ευ λέγειν, πεπεισμένος ότι αυτή η διδασκαλία θα διαπλάσει τις ηθικές ευαισθησίες τους. Οι συνθέσεις του είναι πολιτικές πραγματείες {πολιτικοί λόγοι) (λόγος 15, Περί αντιδόσεως, 260).
Οι πολιτικοί λόγοι είναι για τον Ισοκράτη συζητήσεις επί θεμάτων που επηρεάζουν τον Ελληνικό κόσμο σε μεγάλο βαθμό (λόγος 15, Περί αντιδόσεως, 46-50· λόγος 12, Παναθηναϊκός, 2, 11· πρβλ. 136, 271), και όχι δημόσιες ομιλίες στη Βουλή, την Εκκλησία του Δήμου και τα δικαστήρια {Κατά των σοφιστών, 9· λόγος 10, Ελένη, 9· λόγος 2, Προς Νικοκλέα, 51)14. Αποτελούν έκφραση της φιλοσοφίας του, που είναι αφιερωμένη στη διδασκαλία των μαθητών του, αλλά απευθύνεται και στους κατέχοντες την εξουσία, παρέχοντας σε αυτούς συμβουλές (συμβουλεύειν). Ήλπιζε, ακόμη, ότι με τη διδασκαλία του θα προετοίμαζε τους μαθητές του, ώστε από αυτούς εν καιρώ να προέλθουν οι άρχοντες. Οι πολιτικοί λόγοι χρειάζονται συμπλήρωση από παραδείγματα, τα οποία να μιμηθούν (μιμείσθαί) τόσο οι μαθητές όσο και οι πολιτικοί (λόγος 13, Κατά των σοφιστών, 18· πρβλ. λόγος 15, Περί αντιδόσεως, 188). Ο διδάσκαλος δεν πρέπει απλώς να είναι πρότυπο για τους μαθητές του, αλλά θα πρέπει, επίσης, να φέρνει παραδείγματα προς μίμηση και από το παρελθόν. Για την παρουσίαση των προτύπων, μυθικών και ιστορικών, ο Ισοκράτης έπλεκε εγκώμια με συνεκτικό χαρακτήρα. Ο Ευαγόρας παρουσιάζεται ως πρότυπο για το γιο και διάδοχό του Νικοκλή (λόγος 9, Ευαγόρας, 12-18). Το ίδιο και η Ελένη, που γράφτηκε περί το 385 π.Χ., λίγο μετά την ίδρυση της σχολής, που αποτελεί εξέχον μυθολογικό παράδειγμα στον πολιτικό λόγο: η Ελένη επαινείται διότι ενέπνευσε στο μεν Θησέα να φέρει ενότητα, ειρήνη και πολιτικές μεταρρυθμίσεις στην Αττική (λόγος 10, Ελένη, 16-17, 32-38), στους δε Έλληνες να αναλάβουν κοινή εκστρατεία εναντίον των βαρβάρων (ό.π., 51-53, 56). Οι συμπλεκόμενες ιδέες της εσωτερικής ενότητας, ως προϋπόθεσης για την ελευθερία των Ελλήνων και της υποταγής της Περσίας, αποτελούν το πολιτικό πρόγραμμα του Ισοκράτη και διαπερνούν όλα τα κείμενα του, μέχρι τον Παναθηναϊκό (περίπου 342-339 π.Χ.) και την τελευταία επιστολή του προς τον Φίλιππο, την οποία έγραψε λίγο πριν πεθάνει το 338 π.Χ. Η Αθήνα και η Σπάρτη παροτρύνονται να συμβιβάσουν τις διαφορές τους και να αναλάβουν από κοινού την ηγεσία στον αγώνα για την απελευθέρωση των Ελλήνων από την υποτέλεια προς την Περσία, την οποία επισφράγισε η Ανταλκίδειος Ειρήνη (λόγος 4, Πανηγυρικός, 15-17). Ο Γοργίας και ο Λυσίας είχαν συγγράψει πανηγυρικούς για ανάλογα θέματα στους Ολυμπιακούς αγώνες του 408 π.Χ. και του 388 π.Χ. αντιστοίχως15. Αποκαλώντας, όμως, τη σύνθεσή του Πανηγυρικό αντί «Ολυμπιακό» (λόγος 5, Φίλιππος, 9· λόγος 12, Παναθηναϊκός, 172) και προτείνοντας ένα συγκεκριμένο πρόγραμμα σε γραπτή και όχι σε προφορική μορφή, ο Ισοκράτης εξέφρασε την επιθυμία του να προσεγγίσει ευρύτερο κοινό και να ασκήσει μεγαλύτερη επίδραση από εκείνη που είχαν οι λόγοι των προκατόχων του. Το γεγονός ότι στον οραματισμό του η Αθήνα αποτελεί τον κύριο εταίρο σε μία συμμαχία (ό.π., 18-21, 99) που θα μπορούσε να φέρει άμεση ειρήνευση και ομόνοια στον Ελληνικό κόσμο και να προσθέσει ευημερία μετά την υποταγή των βαρβάρων (157-184), δεν αποτελεί επαρκή λόγο για να αποδώσουμε στην επιρροή του Ισοκράτη την ίδρυση της Δεύτερης Αθηναϊκής Συμμαχίας, δύο χρόνια μετά τη δημοσίευση του Πανηγυρικού, ούτε να θεωρήσουμε τη συμ μαχία αυτή ως μερική εκπλήρωση της έκκλησης του για πανελλήνια ενότητα. Πρέπει, όμως, να του αναγνωρίσουμε ότι είχε κρίνει σωστά το πνεύμα της εποχής του. Αντίθετα προς τον αντίπαλο του, τον Δημοσθένη, αντιλήφθηκε νωρίς ότι η εποχή του τοπικισμού, όταν κάθε πόλη-κράτος επιδίωκε τα στενά συμφέροντα της, έφθανε στο τέλος της και ότι έπρεπε να δημιουργηθεί μία ευρύτερη βάση ανεξαρτησίας, για να διασφαλιστεί η ελευθερία των Ελλήνων.
Για τον Ισοκράτη, η εγκαθίδρυση της ειρήνης και της ομόνοιας μεταξύ των Ελληνικών κρατών δεν ήταν μόνο πολιτικώς αλλά και ηθικώς επιβεβλημένη. Όταν αναγνώρισε ότι ούτε η Δεύτερη Αθηναϊκή Συμμαχία ούτε η Θηβαϊκή ηγεμονία16 δεν ήταν σε θέση να επιφέρουν την ενότητα, άλλαξε την προοπτική του και τόνισε τη σημασία της εσωτερικής αρμονίας σε κάθε κράτος και την ανάγκη για έναν ισχυρό ηγέτη, ο οποίος θα επέβαλλε την ειρήνη στο κράτος του και θα μπορούσε να οδηγήσει τους ενωμένους Έλληνες εναντίον της Περσίας. Η αλλαγή γίνεται αντιληπτή στο έργο Περί ειρήνης, το οποίο γράφτηκε μάλλον περί το 355 π.Χ., ενώ συνεχίζονταν (λόγος 8, Περί ειρήνης, 16) οι διαπραγματεύσεις γύρω από τους όρους για τον τερματισμό του Συμμαχικού πολέμου. Ακόμη πιο αναγνωρίσιμη είναι η μεταβολή της οπτικής του Ισοκράτη στον Αρεοπαγιτικό, που ακολούθησε αμέσως μετά. Δεν υπάρχει αναφορά στην πανελλήνια ιδέα. Η Ανταλκίδειος Ειρήνη, που είχε καταδικαστεί στον Πανηγυρικό (λόγος 4, 122-124), γίνεται τώρα αποδεκτή ως ικανοποιητική εγγύηση για την εξωτερική ειρήνη (λόγος 8, Περί ειρήνης, 16). Στο στόχαστρο της επίθεσης του βρίσκεται ο ιμπεριαλισμός, τόσο στη σπαρτιατική όσο και στην αθηναϊκή έκφανσή του. Απευθύνει έκκληση σε κάθε πόλη να εγκαθιδρύσει ειρήνη και ευημερία μέσα στα τείχη της και να θέσει τέρμα στις ιδεολογικές διαφορές μεταξύ των πολιτών της. Διαφορετικά, υποστηρίζει, δεν υπάρχει ελπίδα για βελτίωση των σχέσεων με τα άλλα κράτη (λόγος 8, Περί ειρήνης, 19-20, 75-79, ιδιαίτερα 133-135).
Ο ηθικός χαρακτήρας της ηγεσίας δεν συνδέεται απαραίτητα, κατά τον Ισοκράτη, με κάποια ειδική μορφή διακυβέρνησης. Εκείνο που αναζητούσε ήταν ένα πολίτευμα, το οποίο «σε τακτική βάση να τοποθετεί στα αξιώματα και στη διαχείριση των υποθέσεων τους ικανότερους από τους πολίτες, δηλαδή εκείνους που πρόκειται να διευθύνουν τις κρατικές υποθέσεις αποτελεσματικότερα και δικαιότερα» (λόγος 12, Παναθηναϊκός, 132). Καθώς δεν μπόρεσε να βρει τα χαρακτηριστικά αυτά στο δημοκρατικό ούτε στο ολιγαρχικό πολίτευμα, στράφηκε στη μοναρχία.
Η ιδέα ότι κάποιος μονάρχης θα μπορούσε να είναι σε θέση να εκπληρώσει αυτούς τους στόχους εμφανίζεται για πρώτη φορά στην έκκληση προς τον Διονύσιο των Συρακουσών, το 369/368 π.Χ., ο οποίος -κατά το απόγειο της ισχύος του, σε μία εποχή που η Θήβα είχε ταπεινώσει τη Σπάρτη-, παρακαλείται να στρέψει την προσοχή του στη σωτηρία όλων των Ελλήνων, καθώς «ήταν ο πρώτος της φυλής και κατείχε τη μεγαλύτερη δύναμη» (Επιστολαί, 1.7). Δεν γνωρίζουμε ποια μορφή επιθυμούσε ο Ισοκράτης να λάβει η ηγεσία του Διονυσίου, διότι η επιστολή διακόπτεται μετά την εισαγωγή της. Όποιες, όμως, συγκεκριμένες προτάσεις και αν περιλάμβανε, αυτές ματαιώθηκαν με το θάνατο του Διονυσίου, ένα χρόνο αργότερα. Ο Ισοκράτης απηύθυνε μία εξίσου μάταια έκκληση προς το νεαρό Σπαρτιάτη βασιλέα Αρχίδαμο, την περίοδο της κορύφωσης του Συμμαχικού πολέμου, το 356 π Χ. {Επιστολαί, 9· Αρχίδαμος, 1, 14, 17-18).
Τελικώς, ο Ισοκράτης πραγματοποίησε το επίμαχο βήμα και στράφηκε στον Φίλιππο της Μακεδονίας17. Στην Ειρήνη του Φιλοκράτη, το 346 π.Χ., είδε μία ευκαιρία να προωθηθεί, μέσω της εξωτερικής πίεσης του Φιλίππου, η ειρήνη και η ομόνοια μεταξύ των Ελλήνων, τις οποίες οι εκκλήσεις του σε άλλες δυνάμεις και ηγεμόνες δεν είχαν επιτύχει να εξασφαλίσουν (λόγος 5, Φίλιππος, 14-16). Ωστόσο, ούτε ο Φίλιππος ούτε ο Ισοκράτης έζησαν για να δουν την εφαρμογή του σχεδίου αυτού από τον Αλέξανδρο18.
Μέσω των μαθητών του, αρκετοί από τους οποίους προέρχονταν από το εξωτερικό (λόγος 15, Περί αντιδόσεως, 39, 146, 164,224), ο Ισοκράτης επηρέασε την πολιτική της πόλης του και της εποχής του. Ανάμεσα στους εκατό -κατά προσέγγιση- μαθητές που δίδαξε στη διάρκεια του βίου του19, ο Ισοκράτης έδωσε εξέχουσα θέση στον Τιμόθεο, γιο του Κόνωνα, έναν από τους μεγάλους Αθηναίους στρατηγούς και πολιτικούς της Δεύτερης Αθηναϊκής Συμμαχίας, τον οποίο συνόδευσε σε διάφορες αποστολές ([Πλούταρχος], Δέκα ρήτορες, 837c). Στον Τιμόθεο και τον Κόνωνα όφειλε ο Ισοκράτης τις εισηγήσεις του στον Ευαγόρα και τον Νικοκλή, οι στενές σχέσεις με τον οποίο μαρτυρούνται στα κυπριακά κείμενα του (λόγος 2, Προς Νικοκλέα λόγος 3, Νικοκλής, και λόγος 10, Ελένη· πρβλ. λόγος 15, Περί αντιδόσεως, 40). Λιγότερο γνωστοί είναι επτά μαθητές που, όπως επαίρεται ο Ισοκράτης, ανταμείφθηκαν με χρυσούς στεφάνους για τις υπηρεσίες που παρείχαν στην Αθήνα (λόγος 15, Περί αντιδόσεως: 93-94: Ο Εύνομος, στρατηγός το 388/387 π.Χ., ηττήθηκε στα ανοιχτά της Αίγινας από τον Σπαρτιάτη Γοργώπα και εστάλη ως πρέσβης μαζί με τον Κόνωνα στον Διονύσιο των Συρακουσών, το 393 π.Χ., να διαπραγματευθεί δι' επιγαμίας συμμαχία με την οικογένεια του Ευαγόρα. Ο Λυσιθείδης και ο Κάλλιππος μας είναι καλύτερα γνωστοί από το κείμενο του ψευδο-Δημοσθένη Προς Κάλλιππον, του 369/368 π.Χ., στο οποίο ο δεύτερος εμφανίζεται ως εκτελεστής του Απολλοδώρου, γιου του τραπεζίτη Πασίωνα [για τη φιλία του με τον Ισοκράτη, βλ. ό.π., 14-15,30]. Ο Λυσιθείδης ήταν συντριήραρχος το 355 π.Χ. στο πλοίο που μετέφερε πρέσβεις στον Μαύσωλο. Ο Ονήτωρ και ο Φιλωνίδης ήταν αδελφοί. Ο πρώτος έγινε διάσημος μέσω της αγωγής που άσκησε εναντίον του ο Δημοσθένης [Δημοσθένης, λόγοι 30 και 31]. ig> Ο Φιλόμηλος ο Φωκεϋς ανέλαβε λειτουργίες ως χορηγός ή και τριήραρχος από τις αρχές της δεκαετίας του 370 π.Χ. μέχρι το θάνατο του το 336/335 π.Χ. Ο Χαρμαντίδης ο Πάριος, τέλος, ήταν χορηγός και τριήραρχος περί το 366 π.Χ.)20. 0 Λυκούργος υποτίθεται πως ήταν μαθητής τόσο του Πλάτωνα όσο και του Ισοκράτη21, πριν εξελιχθεί σε εξέχοντα υποστηρικτή της οικονομικής μεταρρύθμισης και της αντίστασης στην επέκταση της Μακεδονίας. Επίσης, ο ατθιδογράφος Ανδροτίων είχε σπουδάσει δίπλα στον Ισοκράτη (Βίος Ισοκράτους, 95-96). Ο Λεωδάμας, επιφανής στην Αθήνα κατά την περίοδο 375 π.Χ. έως 355 π.Χ., ως συνήγορος και υπέρμαχος της διατήρησης καλών σχέσεων με τη Βοιωτία, περιλαμβάνεται από τον ψευδο-Πλούταρχο (Δέκα ρήτορες, 837α) μεταξύ των μαθητών του Ισοκράτη. Το ίδιο και ο Λάκριτος, εναντίον του οποίου απευθύνεται λόγος που αποδίδεται στον Δημοσθένη22. Ο Πύθων από το Βυζάντιο, ο οποίος εκπροσώπησε τον Φίλιππο στην Αθήνα το 344/343 π.Χ., στην επαναδιαπραγμάτευση των όρων της Ειρήνης του Φιλοκράτη, ήταν ο επιφανέστερος ξένος πολιτικός που είχε μαθητεύσει πλάι στον Ισοκράτη23.
Οι πλέον καινοτόμοι ιστορικοί του 4ου αιώνα π.Χ., ο Έφορος από την Κύμη και ο Θεόπομπος από τη Χίο, φοίτησαν στη σχολή του Ισοκράτη και έγιναν ιστορικοί με προτροπή του διδασκάλου τους (FGrH 70 Τ 3 [a]-[c])24. Σύμφωνα με τις ίδιες πηγές, ο Έφορος ήταν ο πρώτος που αποπειράθηκε να γράψει εκτενή παγκόσμια ιστορία, αφήνοντας έξω από το έργο του την παλαιά μυθική εποχή και αρχίζοντας με την κάθοδο των Ηρακλείδων και την κατάκτηση της Πελοποννήσου. Ο Έφορος συμπεριέλαβε στη διήγησή του και όλους τους λαούς που ήρθαν, κάθε φορά, σε επαφή με τους Έλληνες. Η έκθεση του δεν ακολούθησε χρονογραφικές αρχές, αλλά θεματική διάταξη: Βιβλία 1-3: φύλα της Ελλάδας και αρχές της δημιουργίας των πόλεων-κρατών 4-5: γεωγραφική θεώρηση ολόκληρης της οικουμένης· 6-10: γεγονότα έως τους Περσικούς πολέμους· 11-20: γεγονότα που οδήγησαν στη Σπαρτιατική ηγεμονία· 21-25: γεγονότα που οδήγησαν στη Θηβαϊκή ηγεμονία· από το 26ο βιβλίο, ο Έφορος άρχισε την έκθεση της ιστορίας της εποχής του, όπου δεσπόζουσα φυσιογνωμία ήταν ο Φίλιππος της Μακεδονίας. Η αφήγησή του κατέλαβε συνολικώς είκοσι εννέα βιβλία, μέχρι την πολιορκία της Περίνθου το 341 π.Χ. Το τριακοστό βιβλίο, που συνέχισε την αφήγηση μέχρι το τέλος του Ιερού πολέμου, προστέθηκε από το γιο του Δημόφιλο. Από το έργο του παραμένουν μόνο σπαράγματα. Αλλά μπορούμε να σχηματίσουμε μία ιδέα γι' αυτό από το έργο του Διόδωρου, ειδικώς τα Βιβλία 11-16, που οφείλουν πολλά στον Έφορο. Μάλλον συμπιλητής παλαιότερων ιστορικών, παρά πρωτότυπος ιστοριογράφος, ο Έφορος συγκέντρωνε το τεράστιο υλικό του και το αποδεχόταν αλόγιστα, κάτι για το οποίο τον έψεξε ο Πολύβιος. Προσπάθησε, όχι πάντοτε επιτυχώς, να εναρμονίσει αντικρουόμενες μαρτυρίες, μερικές φορές ανακαλύπτοντας γεγονότα και προσωπικότητες, αλλά με μικρή κατανόηση των ιστορικών προβλημάτων.
Ο Θεόπομπος άρχισε τη σταδιοδρομία του επιχειρώντας να ολοκληρώσει την ιστορία του Θουκυδίδη. Το γεγονός ότι τα δώδεκα βιβλία των Ελληνικών του καταγράφουν μόνο την περίοδο από τη ναυμαχία στο Κυνός Σήμα το 411/410 π.Χ. μέχρι τη ναυμαχία της Κνίδου το 394 π.Χ., υποδηλώνει ότι πλάτειαζε στο ύφος και τη θεματική του. Το ίδιο χαρακτηρίζει και τα Φιλιππικά του, αποτελούμενα από πενήντα οκτώ βιβλία, έργο πρωτότυπο από την άποψη ότι μεταχειρίσθηκε μία διαπρεπή προσωπικότητα ως το επίκεντρο μίας ιστορικής περιόδου. Αντίθετα προς το διδάσκαλο του, θεώρησε ότι ο Φίλιππος ήταν φαύλος από ηθικής απόψεως και δεν ήταν σε θέση να υλοποιήσει τις ιδέες του πολιτιστικού πανελληνισμού. Δεδομένου ότι μόνο δεκαέξι από τα πενήντα οκτώ βιβλία φαίνονται να ασχολούνται, κατά τρόπο πλατειαστικό, με τον Φίλιππο, είναι δύσκολο να εντοπιστούν οι επιρροές του Ισοκράτη πίσω από τις δαιδαλώδεις περιγραφές της Σικελίας, ενός ουτοπικού μύθου που αποδίδεται στον Σιληνό, του Ζωροαστρισμού, των Αθηναίων δημαγωγών, των Ιλλυριών, των Ετρούσκων και ούτω καθεξής. Επειδή τα κατάλοιπα των δύο αυτών ιστορικών είναι πολύ αποσπασματικά25 και δεν επαρκούν για να καταδείξουν ποια επιρροή άσκησε ο Ισοκράτης επάνω τους, μπορούμε να υποθέσουμε ότι ο τελευταίος επέδρασε στο λογοτεχνικό ύφος τους, το οποίο δεν είναι πλέον προσβάσιμο σε μας, ήταν, όμως, στους κριτικούς των δύο ιστορικών κατά την αρχαιότητα26, οι οποίοι αντιπαρέβαλαν το έντονο και ζωντανό ύφος του Θεοπόμπου με το διστακτικό και χαμηλών τόνων τρόπο γραφής του Εφόρου (Κικέρων, De Oratore, HI. 36).
Ο ψευδο-Πλούταρχος (Δέκα ρήτορες, 837c) διατείνεται ότι μαθητές του Ισοκράτη υπήρξαν, ακόμη, δϋο προσωπικότητες των γραμμάτων, ο Ασκληπιάδης από την Τράγιλο της Θράκης, που ήταν ο πρώτος ο οποίος συνέθεσε έργο με τραγικά θέματα (Τραγωδούμενα-πρόκειται για εγχειρίδιο με περιλήψεις όλων των μύθων που πραγματεύθηκε η τραγωδία: μία συλλογή υλικού με προσθήκη παραλλαγών από το έπος και τη λυρική ποίηση, που αποτέλεσε κύρια πηγή των κατοπινών μυθογράφων), σε έντεκα βιβλία, από τα οποία διασώζονται μόνο σπαράγματα, και ο Θεοδέκτης από τη Φάσηλη, μαθητής, επίσης, του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη, ο οποίος δεν έγραψε μόνο λόγους και εγχειρίδιο ρητορικής, αλλά, επίσης, συνέθεσε και πενήντα τραγωδίες (Σούδα, λ. Θεοδέκτης).
Η φήμη που απέκτησε ο Ισοκράτης μόνο εν μέρει βασίζεται στην επίδραση που άσκησε στην πολιτική, τη ρητορική, την ιστορία και τη φιλολογία μέσω των μαθητών που εκπαίδευσε στα πενήντα δύο χρόνια της δραστηριότητας του ως διδασκάλου. Πιο αξιόλογο είναι το γεγονός ότι μετασχημάτισε τη ρητορική, από τέχνη επιχειρηματολογίας και συζήτησης, σε ισχυρό εκπαιδευτικό μέσο για τον εκπολιτισμό και την καλλιέργεια των μελλοντικών γενεών: «Θεωρούμε το σωστό λόγο ως την ασφαλέστερη απόδειξη λογικής σκέψης. Ο λόγος όταν είναι αληθινός, νομιμόφρων και δίκαιος, είναι η εικόνα καλής και αξιόπιστης ψυχής» (λόγος 3, Νικοκλής, 7). Ο Λόγος του ζει στις γραπτές λέξεις, όχι στις προφορικές, ως λογοτεχνία που κυκλοφορεί και διαβάζεται ξανά και ξανά, και όχι ως έκφραση άποψης σε ένα μεμονωμένο εφήμερο θέμα. Οι πολιτικοί λόγοι του περιλαμβάνουν αρχές που, όπως ο ίδιος πίστευε, θα έπρεπε να προσδώσουν ζωή σε όλη την πολιτισμένη κοινωνία. Απευθυνόταν σε λίγους, υπό την έννοια ότι μόνο μέλη των ανώτερων τάξεων είχαν την οικονομική δυνατότητα να γίνουν μαθητές του. Αλλά ο ίδιος ήλπιζε ότι όταν οι μαθητές του θα αναδεικνύονταν στις ηγετικές θέσεις της κοινωνίας, ο πολιτισμός θα απλωνόταν από την Αθήνα για να περιλάβει όλη την ανθρωπότητα: «οι μαθητές [του αθηναϊκού πολιτισμού] έχουν γίνει δάσκαλοι των άλλων ανθρώπων και ο πολιτισμός μας κατάφερε ώστε η λέξη "Έλληνας" να μη θεωρείται πλέον ως το όνομα μίας φυλής, αλλά ενός τρόπου σκέψης, και αυτοί που αποκαλούνται "Έλληνες" μετέχουν στον πολιτισμό μας και όχι στην κοινή καταγωγή μας» (λόγος 4, Πανηγυρικός, 50). Στόχος του Ισοκράτη ήταν η δημιουργία πολιτιστικής, και όχι κοινωνικής, ανώτερης τάξης, και αυτή την εικόνα της Ελλάδας κληροδότησε στις επόμενες γενεές.
-----------
ΠΗΓΗ: Πανεπιστήμιο του Καίμπριτζ: «Ιστορία της Αρχαίας Ελλάδας», Τόμος 7ος.
ΠΗΓΗ: Αγγελος Σακκέτος